- αἰφνιδίας
- αἰφνιδίᾱς , ἀφνίδιοςfem acc plαἰφνιδίᾱς , ἀφνίδιοςfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταπίπτω — (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω] 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.) 2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω… … Dictionary of Greek
ντεμαράζ — το άκλ. η ένταση τού ρυθμού προς το τέλος τής διεξαγωγής ενός αγώνα δρόμου, χάρη στην οποία ένας αθλητής κατορθώνει να προπορευθεί από τους άλλους («με ντεμαράζ στα τελευταία μέτρα κέρδισε τελικά την κούρσα»), [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. demarrage <… … Dictionary of Greek
συναγερμός — ο, ΝΑ, και συναγυρμός Α [συναγείρω] συνάθροιση, σύναξη («ἐγένετο παλλαϊκὸς συναγερμός», Δαμάσκ. Αρχ.) νεοελλ. 1. η σε έκτακτες περιστάσεις αιφνίδια πρόσκληση και συγκέντρωση πλήθους 2. προειδοποιητικό σήμα για κίνδυνο 3.στρ. η κατά το δυνατόν… … Dictionary of Greek